δεκατετρασύλλαβος — Στίχος που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και είναι οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ενωμένους επτασύλλαβους στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν νόθο.… … Dictionary of Greek
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκατετράστιχος — η, ο 1. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράστιχο το σονέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. στον πληθ. αριθμό δεκατετράστιχα μαρτυρείται από το 1891 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
δεκατετραπλάσιος — α, ο δεκατέσσερεις φορές μεγαλύτερος … Dictionary of Greek
οστομάχιον — ὀστομάχιον, τὸ (Α) παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + μάχιον (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μάχιον] … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] … Dictionary of Greek