δεκατέσσερεις

δεκατέσσερεις
-α και δεκατέσσερες. -α και -τέσσεροι, -α (AM δέκα τέσσαρες, -α
Α και δεκατέτταρες, -α)
ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και τέσσερεις μονάδες
νεοελλ.
φρ. «τόν πέρασε γενεές δεκατέσσερες» — τού είπε πολλές και άσχημες βρισιές (συνήθως και για την οικογένειά του).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκατετρασύλλαβος — Στίχος που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και είναι οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ενωμένους επτασύλλαβους στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν νόθο.… …   Dictionary of Greek

  • γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκατετράστιχος — η, ο 1. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράστιχο το σονέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. στον πληθ. αριθμό δεκατετράστιχα μαρτυρείται από το 1891 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • δεκατετραπλάσιος — α, ο δεκατέσσερεις φορές μεγαλύτερος …   Dictionary of Greek

  • οστομάχιον — ὀστομάχιον, τὸ (Α) παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + μάχιον (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μάχιον] …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”